αρνήσιος

αρνήσιος
α, ο овечий, бараний;

αρνήσю κρέας — баранина


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αρνήσιος" в других словарях:

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • αμνείος — ἀμνεῑος, εία, εῖον, (Α) [ἀμνός] αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος …   Dictionary of Greek

  • ρηνικός — ή, όν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αρνί, αρνήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥήν] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»